Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ενσφράγιση — η (Α ἐνσφράγισις) [ενσφραγίζω] κλείσιμο σε ενσφράγιστο περικάλυμμα αρχ. εντύπωση, τοποθέτηση σφραγίδας … Dictionary of Greek